βορός (ο) και οβορός
- Η μαντρωμένη, η περιφραγμένη αυλή του σπιτιού.
- Περίφραχτος τόπος, όπου διανυκτερεύουν τα ζώα του σπιτιού, κότες πρόβατα κ.λ.π. Βαλαωρίτης, Φωτεινός Β΄5: “πλατύς καθάριος οβορός ζωσμένος διπλολίθι”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!