Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βορός (ο) και οβορός

  1. Η μαντρωμένη, η περιφραγμένη αυλή του σπιτιού.
  2. Περίφραχτος τόπος, όπου διανυκτερεύουν τα ζώα του σπιτιού, κότες πρόβατα κ.λ.π. Βαλαωρίτης, Φωτεινός Β΄5: “πλατύς καθάριος οβορός ζωσμένος διπλολίθι”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.