βολιάζω
- κάνω τις πέτρες βολιό (=σωρό).
- πετροβολώ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βολιάζω (βολή, βαλλίζω) = λιθοβολῶ, ρίπτω λιθάρια εἴς τι σημεῖον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Βολιάζω = 1. λιθοβολῶ, αὐτά τά παιδιά βολιάζονται (αὐτά τά παιδιά λιθοβολοῦνται), 2. μαζεύω τίς πέτρες σέ ἕνα σωρό.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής