Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βολιάζω

  1. κάνω τις πέτρες βολιό (=σωρό).
  2. πετροβολώ.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βολιάζω (βολή, βαλλίζω) = λιθοβολῶ, ρίπτω λιθάρια εἴς τι σημεῖον.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Βολιάζω = 1. λιθοβολῶ, αὐτά τά παιδιά βολιάζονται (αὐτά τά παιδιά λιθοβολοῦνται), 2. μαζεύω τίς πέτρες σέ ἕνα σωρό.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.