ατσιδέντε (το)
απρόοπτο συμβάν, ατύχημα.
“Για κάθε ατσιδέντε, βάλε και λίγα λεπτά στην άκρη”.
Από έγγραφη αναφορά του 1711: “Μαγίου πρώτη: Το τραύμα ήταν ατσιδέντε”. (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας, Protocolo1709-11).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀτσιδέντε /τὸ/ (Ἰ. accidente) = συμβάν, περιστατικόν, ἀπρόοπτον, ἀτύχημα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης