βέντουλα (η)
η βεντάλια (ριπίδιον)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βέντ(ου)λα /ἡ/ (Ἰ. ventola) = ριπίδιον κυριῶν, ἀνεμιστήριον, βεντάλια.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
η βεντάλια (ριπίδιον)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βέντ(ου)λα /ἡ/ (Ἰ. ventola) = ριπίδιον κυριῶν, ἀνεμιστήριον, βεντάλια.