Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κρασόψωμο (το)

θεραπευτικό σκεύασμα, πολτοποιημένο ψωμί με κρασί. Χρησιμοποιείται ως επίθεμα-κατάπλασμα σε μώλωπες και “βαρεματιές”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κρασόψωμο /τὸ/ («κρασὶ»-ψωμὸς) = πολτὸς ἐξ ἄρτου καὶ οἴνου ὡς ἐπίθεμα καταπραϋντικὸν εἰς μωλωπισμοὺς καὶ διαστρέμματα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.