τριτσοκώλι
Μπαλωμένο ρούχο.
Τριτσώνω τ΄ασκιά (Κοντομίχης).
“Ξε-τριτσώθ(η)κα”, όπου και η τρίτσα (τρέσα ,ταινιακό πλέγμα, λέξη γαλλική).
Στην προκειμένη περίπτωση, ρούχο, ιδίως αντρικό παντελόνι, μπαλωμένο στον κώλο, γιατί εκεί φθείρεται (τρίβεται) περισσότερο.
Από τη μετοχή τριμμένος (του ρήματος τρίβω), το α΄συνθετικό της λέξης (τριτσο …). Το κώλι” μιλάει μόνο του.
To drizzare του Λάζαρη (τρίτσι) , άσχετο.