θεόβρετος -η -ο 10 Ιαν, 2017 Θ 0 Σχόλια 0 Θεόβρετος -η -ο (θεὸς-εὑρίσκω) = ποὺ νὰ τὸν εὕρῃ ἠ θεία κρίσις.