σ(υ)γκάρτσ(ε)λος -η -ο 10 Μάι, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Συγκάρτσελος -η -ο (σὺν-Ἰ. carcere) = συνδέσμιος, ὁμαδικῶς.