Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σβάρνα

Το γνωστό γεωργικό εργαλείο. Συνηθισμένη η φράση: “με πήρε σβάρνα”.
Ο Λαζαρης δεν το συμπεριλαμβάνει στα “Λευκαδίτικά” του.
Ο Κοντομίχης το αναφέρει και το περιγράφει στο βιβλίο του “Γεωργικά της Λευκάδας” (σελ. 46), όχι το “Λεξικό”.
Ο ΜΙλτ. Ιακ. Κηρυκόπουλος “Δάνειο-λεξικό…”, το ετυμολογεί από το σλάβικο arna με προσθετικό -σ- (κατά το κόνις – σκόνη ή βόλος -σβόλος κ.λπ.), προφανώς από τον Ανδριώτη – Σταματάκο κ.ά. Άρα: (σ)μπάρνα > σβάρνα.

βλ. σβαρνάω, σβαρινέμαι

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.