Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καναβάτσα (η)

χοντρό λινό ύφασμα , αραιά υφασμένο. Σε καναβατσένια τσουβάλια έφεραν οι έμποροι το σιτάρι και το αλεύρι. Καναβάτσες δεν υφαίνονταν σε ντόπιους αργαλειούς.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.