στρατόνι (το)
- στενό δρομάκι, στέρεο, που χρησιμοποιούσαν οι ποτιστάδες στα περιβόλια. Περπατούσαν σε αυτό οδηγώντας το νερό στ΄ αυλάκια χωρίς να βουλιάζουν
- τα στενά δρομάκια γενικά, στο εσωτερικό των περιβολιών
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στρατόνι /τὸ/ (Ἰ. strada-one) = ἐσωτερικὴ ἀτραπὸς ἀγροκτήματος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης