σταφνίζω
καλοζυγιάζω, τακτοποιώ με προσοχή.
ΒΑΛ. Φωτεινός, Α΄: “.., Με το σφυρί του ένα γουλί το σπα σε δυο κομμάτια και το σταφνίζει στο καυκί“.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σταφνίζω (σταθμίζω) = τοποθετῶ μὲ τάξιν, τακτοποιῶ, εὐθετῶ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σταφνίζω ἰδ. στάφνη.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου