σπιθούλι (το)
- μικρό σπυράκι, κοινώς κορφούλα
- τα μικρά άσπρα σκουλήκια που πιάνει το τυρί σπιτικής παρασκευής.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σπ(ι)θοῦλι /τὸ/ (σπινθὴρ) = ἴονθος, κορφοῦλα, σπυράκι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Έβγαλα λέμε, ένα σπιθούλι.
Είναι από τη λέξη σπίθα. Σπιθούρι και σπιθουράκι (σε μας ιδιωματικά σπιθούλι).
Ιατρικά είναι το εξάνθημα. Η κατάληξη, κατά το μνήμα – μνημούρι (Μπαμπινιώτης).
Στο χωριό το λέμε και κορφούλι (κορυφούλα – λι).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης