νόβελο (το)
φόρος, δεκάτη. Στην εποχή της Βενετοκρατίας και Αγγλοκρατίας πλήρωναν για όλα τα προϊόντα τους ιδίως δημητριακά και λάδι, 10% της σοδειάς. Ακόμη και οι μυλωνάδες πλήρωναν τη δεκάτη για το ξάι που έπαιρναν.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νόβελο /τὸ/ (Ἰ. livello -are, novale) = ἐδαφονόμιον, ἐδαφονομή.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης