Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ντρεμίδι (το)

ελαφρό μάλλινο σκέπασμα του σπιτικού αργαλειού. Συναντάται σε ποικίλους χρωματισμούς. Σε προικοσ. του 1724 διαβάζομε: “δύο ντρεμίδια το ένα μισότριβο” και σε άλλο του 1728: “αντρομίδι κροκιδένιο ένα”.
Γεράσ. Γρηγόρης: Επιστροφή στην ποίηση, σελ 95: “διπλά, τριπλά ντρεμίδια και σαγιάσματα“.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.