νοστάει (απρόσ.)
επιθυμώ κάτι. Αρνητικά: “δεν μ΄ νοστάει τίποτα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νοστάω (νόστος) = νοσταλγῶ, ἐπιποθῶ. «δὲ μὲ νοστάει νὰ φύγω».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
επιθυμώ κάτι. Αρνητικά: “δεν μ΄ νοστάει τίποτα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νοστάω (νόστος) = νοσταλγῶ, ἐπιποθῶ. «δὲ μὲ νοστάει νὰ φύγω».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης