μοσκέτα (η)
είδος πυροβόλου όπλου, παλαιού τύπου, καραμπίνα, γκρας
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μοσκέτα /ἡ/ (Ἰ. moschetta) = πυροβόλον ὅπλον, καραμπίνα, εἶδος ρόδου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Αναφέρεται και ως μουσκέτα (τα)
Ενορία Ευαγγελιστρίας Λευκάδος – π. Γεράσιμος Ζαμπέλης