μίγγος (ο) καί μίγκος
το πουλάρι της φοράδας σε ηλικία 2-3 χρόνων, ατσοκάνιστο, βαρβάτο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μίγγος /ὁ/ (Ἰ. micio;) = πῶλος ἵππου δύο ἕως τριῶν ἐτῶν μὴ εὐνουχισθείς, πουλάρι βαρβᾶτο.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρη
Μίγκος, § λέγ. χλευαστικῶς ὁ μικρόσωμος ἵππος, § εἶδος παιγνιδίου εὐχρήστου παρὰ τοῖς παισὶ τῶν χωρικῶν.
Σημ. Μήπως ἐκ τοῦ μίκκος = μικρός;
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου