μεστό
Μεστὸ (μεστόν)· ὥριμον, πλῆθς. Λέγεται ἐπὶ ὀσπρίων καὶ γεννημάτων, ἄμεστο = ἄωρον. Φρ. ἔφαγ᾿ ἄμεστα κουκιά.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μεστὸ (μεστόν)· ὥριμον, πλῆθς. Λέγεται ἐπὶ ὀσπρίων καὶ γεννημάτων, ἄμεστο = ἄωρον. Φρ. ἔφαγ᾿ ἄμεστα κουκιά.