μεϊντάνι (το)
τόπος πολυσύχναστος, αγορά, πλατεία, εξοχή.
φράση: “εβγήκε στο μεϊντάνι”, δηλ. παρά τις παραδοσιακές απαγορεύσεις για την έξοδο των γυναικών, αυτή εβγήκε και περπάτησε στην πλατεία. “Την έβγαλε στο μεϊντάνι”, δηλ, την ξέβγαλε ηθικά.
Παρεμφερής φράση για τις γυναίκες είναι: “Εβγήκε σ΄λάτσο η προκομμένη”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μεϊντάνι /τὸ/ (Ἀ. Τ. μεϊdὰν) = πλατεῖα, πεδίον, δημοσιότης, μεσοχῶρι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
μεϊντάνι (τό): πλατεῖα, δημοσιότητα, (Α. Τ. = meidàn).
μεϊντάνι: στήν λευκαδίτικη οἰκοδομική ὁρολογία, λοξό ξύλο στίς γωνίες τοῦ κτιρίου, στήν ἐξωτερική ξυλοδεσιά, ἀντιρίδα
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου