μανάρι (το)
το αρνί που τρέφουν με πολύ φροντίδα, τι θρεφτάρι
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μανάρ(ι) /τὸ/ (ἀμνάριον) = νεογνὸν μηρυκαστικοῦ θηλάζον ἀπεριορίστως, νεαρὸν οἰκόσιτον μηρυκαστικὸν ἐπιμελῶς διατρεφόμενον οἴκοι καὶ ἐν ὑπαίθρῳ κατὰ τὰς ἐξόδους μελῶν τῆς οἰκογενείας.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης