λούρα (η)
η βέργα η λεπτή και ευλύγιστη με την οποία οι παλιοί έδερναν τα άτακτα παιδιά. φράση: “Έφαγα με τη λούρα ξύλο απ΄το δάσκαλο …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λοῦρα /ἡ/(λῶρος) = εὐλύγιστον ραβδίον κατάλληλον διὰ ραβδισμὸν ἀνθρώπου. «θ᾿ ἀδράξω κανιὰ λοῦρα».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης