Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λιγώνω -ομαι

  1. πρόκληση λιποθυμίας από αηδία, προκαλώ λιγούρα. Μας λιγώνουν τα πολλά γλυκά, τα λίπη και οι βαριές ευωδιές.
  2. αμετάβατο: ξελιγώθηκα από την πείνα – λιγώθηκε στα γέλια.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λ(ι)γώνω -ομαι (ὀλίγος;, ὁλιγώνω -ομαι) = προκαλῶ λιποθυμίαν ἐκ κορεσμοῦ ἢ ἀηδίας. «πᾶψε καὶ μᾶς ἐλίγωσες», λιποθυμῶ, ζαλίζομαι.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Λέμε λιγώθηκα, λιποθύμησα ή από την πείνα (και ξελιγώθηκα). Ρήμα αμετάβατο – κατά την γραμματική – λιγοθυμώ, λιποθυμώ – λιγοθυμιά – λιποθυμιά. Επίδραση του επιθέτου (ο)λίγος. Με την έννοια της λιποθυμίας Ο θυμός (ψυχική κατάσταση) και το λίγος μας δίνουν το λιγοθυμώ (παρετυμολογία). Σε δημοτικό: “και με την πρώτη τη χαψιά / έπεσε και λιγώθη”.
Σημείωση: από τον αόριστο έλιπον (του λείπω), το -λιπο (του λιποθυμώ).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.