Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λαμπάζω

νιώθω αιφνιδιαστικά φόβο.
Φράση: “Χριστιανέ μου, με λάμπαξες με τις φωνές σου” – “Οι μασκαράδες ελάμπαξαν το παιδί και δεν μπορεί να συνέρθει…” – “Επερνούσα από το νεκροταφείο, νύχτα, και όπως πέρασε από δίπλα μου ένα σκυλί ελάμπαξα”.
Επίσης υπάρχει η πρόληψη, ότι άμα περάσεις μεσημέρι ή βράδυ από σταυροδρόμι, θα σε λαμπάξουν οι νεράιδες και τα παγανά.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λαμπάζω (ἀλαπάζω) = αἰφνιδιάζω, καταπλήσσω, τρομάζω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Λαμπάζω § φοβίζω, ἐκπλήττω τινά.

Σημ. Ἐκ τοῦ λάμπω, ἴσως διὰ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς λάμψεως, τοὐτέστι τὸ θάμβος ἐξ οὗ ἐκθαμβόω, ἐκπλήσσω.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

βλ. και ἀλαμπάζω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.