λαμπάζω
νιώθω αιφνιδιαστικά φόβο.
Φράση: “Χριστιανέ μου, με λάμπαξες με τις φωνές σου” – “Οι μασκαράδες ελάμπαξαν το παιδί και δεν μπορεί να συνέρθει…” – “Επερνούσα από το νεκροταφείο, νύχτα, και όπως πέρασε από δίπλα μου ένα σκυλί ελάμπαξα”.
Επίσης υπάρχει η πρόληψη, ότι άμα περάσεις μεσημέρι ή βράδυ από σταυροδρόμι, θα σε λαμπάξουν οι νεράιδες και τα παγανά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λαμπάζω (ἀλαπάζω) = αἰφνιδιάζω, καταπλήσσω, τρομάζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λαμπάζω § φοβίζω, ἐκπλήττω τινά.
Σημ. Ἐκ τοῦ λάμπω, ἴσως διὰ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς λάμψεως, τοὐτέστι τὸ θάμβος ἐξ οὗ ἐκθαμβόω, ἐκπλήσσω.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
βλ. και ἀλαμπάζω