κούτρα (η)
το κεφάλι του ανθρώπου, το κρανίο.
Παροιμία: “Αλί που το ΄χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κούτρα /ἡ/ (Λ. scutra) = ἡ κεφαλή, τὸ κρανίον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κοῦτρα (κεφαλή)
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
Κούτρα Μ. ἡ κεφαλή. Π. ἔτσι τὸ ἔχ’ ἡ κοῦτρα του νὰ καταιβάζῃ ψείραις· τοῦτο λέγεται ἐπὶ ἀνοήτων ἢ ἀτυχῶν ἀνθρώπων. ΚΝ.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
βλ. καί κου(ν)τράω και κουτράγω