Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αμπούρα (η)

ομιχλώδης ατμόσφαιρα, που οφείλεται κυρίως σε καπνούς και σκόνες, θολούρα. Λέγεται όμως σε περιπτώσεις πυκνής συννεφιάς, οπότε ισοδυναμεί με το”αντάρα”. “Έβαλε φωτιά στα ξερόχορτα κι αμπούριασε ο τόπος”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.