αμπούρα (η)
ομιχλώδης ατμόσφαιρα, που οφείλεται κυρίως σε καπνούς και σκόνες, θολούρα. Λέγεται όμως σε περιπτώσεις πυκνής συννεφιάς, οπότε ισοδυναμεί με το”αντάρα”. “Έβαλε φωτιά στα ξερόχορτα κι αμπούριασε ο τόπος”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ομιχλώδης ατμόσφαιρα, που οφείλεται κυρίως σε καπνούς και σκόνες, θολούρα. Λέγεται όμως σε περιπτώσεις πυκνής συννεφιάς, οπότε ισοδυναμεί με το”αντάρα”. “Έβαλε φωτιά στα ξερόχορτα κι αμπούριασε ο τόπος”.