Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κορκοσούρης -ρω

κουτσομπόληςμ ανακατερό, διαδοσίας.
φράσεις: “Σούναι αυτή μια κουρκοσούρω …” – “Η κορκοσούρω όλο κορκοσουριές κάνει”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κορκοσούρης -ω (Ἀλ. κορκοσοῦρ-ι) = κακολόγος, ἀδόλεσχος, κουτσομπόλης.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.