κορκοφιδιά (η)
άγριο δέντρο των άγονων περιοχών, φυλλοβόλο και σκληρόξυλο, άλλως: κορκορεβιθιά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κορκοφιδιά = κορκορεβυθιά, ἀγριοφυστικιά, φυλλοβόλο ἄγριο δέντρο πού εὐδοκιμεῖ στά ἄγονα καί πετρώδη μέρη.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής