Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κόλπος (ο)

παραπληγία, ημιπληγία.
φράση: “Μόλις τ΄ άκουσα, μου ΄ρθε κόλπος”.
κατάρα: “Να σο  ΄ρτει κόλπος, Παναγία μου”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κόλπο-ς /τὸ, ὁ/ (Ἰ. colpo) = ἡμιπληγία, παραπληγία. «τοὖρτε κόλπο», προσποίησις, ἀπατηλὴ ἐνέργεια.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Εδώ αποπληξία, συμφόρηση, εγκεφαλικό επεισόδιο. Αντιδάνειο από το ιταλικό colpo (το αρχαιοελληνικό κόλαφος). Και κολπάδος,, ο πάσχων.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Κόλπο = συμφόρηση, (ἡμιπληγία).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


 «Να τ(η)ς έρτ(ει) κόλπος ή κολπάρ’σε»: να πάθει καρδιακό ή εγκεφαλικό επεισόδιο, εκ του ρ. κολπόω-ώ = φουσκώνω ασμένως.Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.