άειντε
εμπρός, πηγαίνετε, φύγετε.
Συνωνυμεί με το άει (χάει) ως ένα σημείο. Του δίνονται όμως και ευρύτερες σημαντικές διαστάσεις: “Άειντε δα, θάλασσα μας τα ΄καμες” – “Άειντε, καημένε, που θέλεις και τα ρέστα σου” και “Χάειντε, χάειντε, γλεντάτε βλέπω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄειντε: (ἄγε δή, ἄγετε, Τ. Χάϊdι, Σ. Ἄjdε) = ἐμπρὸς προχώρει, προχωρεῖτε, πήγαινε, φύγε, πηγαίνετε φύγετε.
Ἄειντε ἐπίρ. Παρακελ. § τάχυνε, σπεῦδε. ΚΝ.
Σημ. ἐκ τοῦ ἄει-ντε. Τὸ ἐπιτακτικὸν μόριον ντὲ ἐπέχει τόπον τοῦ ἀρχαίου δὴ σχηματισθὲν ἰδιορρύθμως. Π. ἄειντε νὰ πᾶμε = ἄγε δὴ ἴωμεν.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Ετυμολογική σημείωση:
παμβαλκανικό επιφώνημα που πιθανότατα δεν ανάγεται στα ἄγε δή ή ἄγετε, αλλά αποτελεί δάνειο από το οθωμ. τουρκ. hayde (= άντε, τράβα, πήγαινε [σήμερα haydι]), η δε ετυμολόγηση από το ἄει-ντε είναι σωστή μεν μορφολογικά, αλλά το ἄει-ντε δεν είναι ελληνικής αρχής όπως ισχυρίζεται ο Σταματέλος, αλλά δάνειο από τα τουρκικά επιφωνήματα hay + de (< ν.ελλ. ντε, π.χ. έλα ντε!), γι’ αυτό και πρέπει να γράφεται με γιώτα: άιντε, πβ. λ. άει
(Π.Γ. Κριμπάς)