φτερωτή (η)
φτερωτή ρόδα: του νερόμυλου, που πάνω στα φτερά της χτυπούσε το νερό, πέφτοντας ορμητικά από την “κρέμαση” του μύλου, και από κει μεταδιδόταν η κίνηση στα λιθάρια αλέσματος. Σήμερα δε λειτουργεί στο νησί κανένας νερόμυλος. (Τα γεωργικά της Λευκάδας, σελ. 75-6).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φτερωτὴ /ἡ/ (πτερωτὸς -ὴ) = ὁ ὑπὸ τὸ βάρος τοῦ πίπτοντος ὕδατος περιστρεφόμενος τροχὸς τοῦ ὑδρομύλου (φέρων κεκλιμένας ἀκτίνα καὶ μεταδίδων δι’ ἄξονος τὴν περιστροφὴν εἰς τὴν ἄνω μυλόπετραν).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Φτερωτὴ ὁ πτερωειδὴς τροχὸς τοῦ μύλου.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός