φρεμενέλα (η)
σιδερένιο έλασμα που μπαίνει στα παραθυρόφυλλα και βοηθάει στο να ανοιγοκλείνουν, κοινώς μεντεσές.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φρεμενέλα /ἡ/ (Ἰ. framezzare) = γιγγλυμός, ἀγκιστροφόρος ἢ διάτρητος στροφεὺς θρυφύλλου ἢ παραθυροφύλλου, ρεζές, μεντεσές.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
φρεμενέλα (ἡ) στροφεύς θυρῶν ἤ παραθύρων, μεντεσές, (ΒΕΝ. fermer, fèrmere).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου