φαστιδιάρω και φαστίδιο
κατέχομαι από δυσφορία.
Ουσιαστικό: φαστίδιο
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φαστ(ι)διάρω (Ἰ. fastidire) = προξενῶ ἄσην, προκαλῶ ἐνόχλησιν ἢ δυσφορίαν, δυσφορῶ, ἐνοχλοῦμαι, ἀποστρέφομαι.
Φαστίδιο /τὸ/ (Ἰ. fastidio) = ἄση, δυσφορία, ἀδημονία, ἐνόχλησις.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δυσφορία. Ίδια η ιταλική λέξη pastidio, σκοτούρα, πλήξη, ναυτία.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης