εγκρεμής -ής -ές
εκτεθειμένος, στα χαμένα, χωρίς λύση, η υπό συζήτηση ή διαπραγμάτευση υπόθεση. – “Η δουλειά είναι εγκρεμής ακόμα” – “Τα άφησε όλα εγκρεμή κι έφυγε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἐγκρεμὴς /ὁ, ἡ, τὸ/ = ἀνέκβατος, ἐξηρτημένος, ἐκκρεμής.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης