Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κουρβουλιάζω -ομαι

κυρτώνομαι, μαζεύομαι.
“Όλη μέρα πάνω στη γωνιά εκουρ’βαλιάστηκα”, δηλ, επιάστηκαν τα ποδάρια μου. “άσε με, είμαι κουρβ΄λιασμένος”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κουρβ(ου)λιάζω (Λ. corbula, Ἰ. curbo) = κολοβώνω, ἀκρωτηριάζω παραμορφωτικῶς.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


κουρβλιάζω και κουρβλιάστ(η)κα.
Από το κούρβουλο (λατιν. curvus), κούτσουρο. Curvo θα πει κύρτομαι, κάμπτομαι. Curvus-a-um = κυρτός.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.