κουρβουλιάζω -ομαι
κυρτώνομαι, μαζεύομαι.
“Όλη μέρα πάνω στη γωνιά εκουρ’βαλιάστηκα”, δηλ, επιάστηκαν τα ποδάρια μου. “άσε με, είμαι κουρβ΄λιασμένος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κουρβ(ου)λιάζω (Λ. corbula, Ἰ. curbo) = κολοβώνω, ἀκρωτηριάζω παραμορφωτικῶς.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
κουρβλιάζω και κουρβλιάστ(η)κα.
Από το κούρβουλο (λατιν. curvus), κούτσουρο. Curvo θα πει κύρτομαι, κάμπτομαι. Curvus-a-um = κυρτός.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης