δόλι (το)
το δόλωμα στο ψάρεμα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δόλι /τὸ/ (δόλος, δόλιος) = τὸ δόλωμα τῆς ἁλιείας.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το δόλωμα στο ψάρεμα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δόλι /τὸ/ (δόλος, δόλιος) = τὸ δόλωμα τῆς ἁλιείας.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης