χεριά (η)
μικρή ποσότητα πράγματος, όσην μπορεί να μαζέψει το ένα χέρι. “Μάζεψα μια χεριά λάχανα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χεριὰ /ἡ/ (χείρ -ία) = δράξ, ποσότης πράγματος ὅση δύναται νὰ κρατηθῇ διὰ τῆς μιᾶς χειρός.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Από το αρχαίο χειρ (χέρι) έγινε το μεσαιωνικό χέριν, χερέα χέρα. Στον πληθυντικό και μεταφορικά, για κάποιον που έχει φύγει από τη ζωή, λέμε: “Τώρα χεριές χώματα!”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης