χαβώνω
βάνω καπίστρι, χαλιναγωγώ.
Παλιότερα που οι λύκοι ήταν μάστιγα για τα κοπάδια, είχαν ειδικό ξόρκι, “πώς να χαβώσεις λύκο”. Μεταξύ άλλων έλεγε το ξόρκι αυτό: “φύλαξε τα ζώγια του δούλου του Θεού Τάδε – εδώ δεμένο και αμποδεμένο λύκο, το μονολύκο, τον Κυριακολύκο, το Δεπιτερολύκο, τον Τριτολύκο … τον Σαββατόλυκον. Ουρανόθι μωρόλυκον στρατοκόπον, ανεμοχάπτη …” κ.λπ. (Η παράδοσή μας λέει, ότι υπήρχαν λύκοι στη Λευκάδα) (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ, 97, ξόρκι 10).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χαβώνω (Λ. habere, χάω) = χαλιναγωγῶ, καπιστρώνω, συλλαμβάνω ἀπὸ τοῦ ρύγχους, δεσμεύω τὴν φωνήν τινος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Χαβόνω § θέτω τὸν χαλινὸν εἰς τὸ στόμα τοῦ ἵππου. Μ. Ποιῶ τινα βωβὸν διαφθείρων αὐτὸν διὰ δώρων. Π. σ᾿ ἐχάβωσε καὶ δὲν ἔκρινες.
Σημ. Ἐκ τοῦ χάβος ὅπερ εὕρηται παρὰ τῷ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. (Ἱππ. 1150). Χάβον δὲ καλεῖ τὸ ὑπὸ τῶν ἀρχαίων μὲν κημὸς (capistrum) καλούμενον, παρ᾿ ἡμῖν δὲ Κατρουμᾶς καὶ Χαβί.