αβάκα (η)
η λέξη χρησιμοποιείτε κυρίως στα τυχερά παιχνίδια. φρ. “τάχομε αβάκα” = παίζουμε συνεταιρικά από κοινού· ισότοπη κατάθεση χρημάτων, συμφωνία.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀβάκα: /ἡ/ (Ἄβαξ, Ὶ. abaco) = ἀπὸ κοινοῦ, συνεταιρικῶς (μεταξὺ συμπαικτῶν τυχηρῶν παιγνίων).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
Η αναγωγή της λέξης στο ιταλ. abaco (που όντως ανάγεται, μέσω Λατινικής, στο ελλ. άβαξ), αν και πιθανή, δεν μου φαίνεται βέβαιη για φωνολογικούς, μορφολογικούς και σημασιολογικούς λόγους.
Ίσως να πρέπει να αναζητηθεί εναλλακτική ετυμολογική πηγή
(Π.Γ. Κριμπάς)