αναγελώ
περιγελώ, κοροϊδεύω, χλευάζω.
παροιμ.: “Έκατσε η πομπή στη στράτα, κι αναγέλαε τους διαβάτες”.
φράση: “Εγώ σε κουβεντιάζω κι εσύ μ΄ αναγελάς”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀναγελάω: (ἀνὰ-γελῶ) = ἀπομοιμοῦμαι εἰρωνικῶς, ἐμπαίζω, λοιδορῶ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης