Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αμποδάω

εμποδίζω, απαγορεύω.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀμποδάω:  (ἐν-πεδάω) = ἐμποδίζω, ἀπαγορεύω, δεσμεύω, προκαλῶ εἰς ἄνδρα γεννετήσιον ἀνικανότητα διὰ μαγγανειῶν.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀμποδάω = ἐμποδίζω, τόν ἀμπόδισα νά μπεῖ μέσα (τόν ἐμπόδισα νά μπεῖ μέσα).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.