Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ἀζοῦρα

Ἀζοῦρα, § φλόγωσις τοῦ στομάχου. Ἐκ τούτου ἡ ἀρὰ ἀζοῦρα καὶ πάθος νὰ σοῦ γένῃ τὸ ψωμί, ᾿ποῦ τρῷς.

Σημ. Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἄζω = ξηραίνω, κατατήκω, φλογύζω, ἐξ οὗ καὶ ἀζηρὸς = ὁ φλογίζων καὶ ξηραίνων.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου


Ετυμολογική σημείωση:
όχι από το ἄζω, αλλά με ανομοίωση των δύο /u/ από το ουζούρα < ιταλ./βεν. usura ‘τοκογλυφία’, επειδή ακριβώς ο τοκογλύφος σου τρώει τη ζωή και σε αναγκάζει σε στερήσεις. Επομένως η έκφραση αζούρα (και πάθος) να σου γένει το ψωμί σημαίνει ακριβώς ‘να σου γίνει πρόβλημα’ ή ‘να το στερηθείς’

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.