ἀζοῦρα
Ἀζοῦρα, § φλόγωσις τοῦ στομάχου. Ἐκ τούτου ἡ ἀρὰ ἀζοῦρα καὶ πάθος νὰ σοῦ γένῃ τὸ ψωμί, ᾿ποῦ τρῷς.
Σημ. Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἄζω = ξηραίνω, κατατήκω, φλογύζω, ἐξ οὗ καὶ ἀζηρὸς = ὁ φλογίζων καὶ ξηραίνων.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Ετυμολογική σημείωση:
όχι από το ἄζω, αλλά με ανομοίωση των δύο /u/ από το ουζούρα < ιταλ./βεν. usura ‘τοκογλυφία’, επειδή ακριβώς ο τοκογλύφος σου τρώει τη ζωή και σε αναγκάζει σε στερήσεις. Επομένως η έκφραση αζούρα (και πάθος) να σου γένει το ψωμί σημαίνει ακριβώς ‘να σου γίνει πρόβλημα’ ή ‘να το στερηθείς’
(Π.Γ. Κριμπάς)