ξετσιμπλιάζω
Ξετσ(ι)μπλιάζω (ἐξ-σὺν-πιλέω, σίμβλη) = καθαρίζω γλοιῶδες ἔκκριμα ὀφθαλμοῦ ἢ αἰθάλην θρυαλλίδος (φιτιλιοῦ).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξετσ(ι)μπλιάζω (ἐξ-σὺν-πιλέω, σίμβλη) = καθαρίζω γλοιῶδες ἔκκριμα ὀφθαλμοῦ ἢ αἰθάλην θρυαλλίδος (φιτιλιοῦ).