τεγκιάρω 14 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Τεγκιάρω (Π. Τ. τὲγκ) = συμπιέζω εἰς δέματα σανὸν ἢ ἄλλο ὅμοιον πρᾶγμα.