μονέδα (το)
το νόμισμα. φράση: “δεν έχω ούτε μια μονέδα”.
Σε χειρόγραφο του 1745 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Έβαλα και έκαμα σούδες εις το Βαρδάνι και σκαφτάρια (αυλάκια), όθεν ήτανε χρία και εξόδιασα μονέδα λ(ίτρες) 51″.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μονέδα /ἡ/ (μονάς, Ἰ. moneta) = νομισματικὴ μονάς, νόμισμα. «σὰ βρεθῆ μονέδα νὰ σὲ πλερώση».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης