Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μονέδα (το)

το νόμισμα. φράση: “δεν έχω ούτε μια μονέδα”.
Σε χειρόγραφο του 1745 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Έβαλα και έκαμα σούδες εις το Βαρδάνι και σκαφτάρια (αυλάκια), όθεν ήτανε χρία και εξόδιασα μονέδα λ(ίτρες) 51″.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μονέδα /ἡ/ (μονάς, Ἰ. moneta) = νομισματικὴ μονάς, νόμισμα. «σὰ βρεθῆ μονέδα νὰ σὲ πλερώση».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.