τσίμπλα (η) τσιμπλῆς (ὁ) καί τσιμπλιάζω
- η τσίμπλα στην άκρη του ματιού (λευκό έκκριμα)
- η καμένη άκρη του φιτιλιού στο λυχνάρι.
Το ρ. τσιμπλιάζω.
Ο έχων συχνά τσίμπλες λέγεται τσιμπλής.
Το επίθ. τσιμπλής δίνεται και στα λυχνάρια. “Έσβησε ο τσιμπλής” ή “Ρίξε λάδι στον τσιμπλή”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσίμπλα (σὺν-πιλέω, σίμβλη) = λύμη, τὸ γλοιῶδες ἔκκριμα τῶν ὀφθαλμῶν, ἡ τύρφη τῆς καείσης θρυαλλίδος.
Τσιμπλιάζω (σὺν-πιλέω, συμβλύω;) = παρουσιάζω λύμην (τσίμπλαν) εἰς τοὺς ὀφθαλμούς.
Τσιμπλῆς /ὁ/ (σὺν-πιλέω, συμβλύω;) = ὁ ἔχων λύμην (τσίμπλαν) εἰς τοὺς ὀφθαλμούς.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Από το μεσαιωνικό τσιμπλιάζω. Είναι η λήμη των αρχαίων, “η περί τους κανθούς (τα άκρα των βλεφάρων) των οφθαλμών πεπηγύς …” (Δημητράκος).
Από δω και το καράνικο παρατσούκλι Τσιμπλής.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης