Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσίμπλα (η) τσιμπλῆς (ὁ) καί τσιμπλιάζω

  1. η τσίμπλα στην άκρη του ματιού (λευκό έκκριμα)
  2. η καμένη άκρη του φιτιλιού στο λυχνάρι.

Το ρ. τσιμπλιάζω.
Ο έχων συχνά τσίμπλες λέγεται τσιμπλής.
Το επίθ. τσιμπλής δίνεται και στα λυχνάρια. “Έσβησε ο τσιμπλής” ή “Ρίξε λάδι στον τσιμπλή”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσίμπλα (σὺν-πιλέω, σίμβλη) = λύμη, τὸ γλοιῶδες ἔκκριμα τῶν ὀφθαλμῶν, ἡ τύρφη τῆς καείσης θρυαλλίδος.

Τσιμπλιάζω (σὺν-πιλέω, συμβλύω;) = παρουσιάζω λύμην (τσίμπλαν) εἰς τοὺς ὀφθαλμούς.

Τσιμπλῆς /ὁ/ (σὺν-πιλέω, συμβλύω;) = ὁ ἔχων λύμην (τσίμπλαν) εἰς τοὺς ὀφθαλμούς.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Από το μεσαιωνικό τσιμπλιάζω. Είναι η λήμη των αρχαίων, “η περί τους κανθούς (τα άκρα των βλεφάρων) των οφθαλμών πεπηγύς …” (Δημητράκος).
Από δω και το καράνικο παρατσούκλι Τσιμπλής.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.