τσεγερέκι 18 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Τσεγερέκι /τὸ/ (Τ. τσεϊρὲκ) = σπλάγχνον σφαγίου προστιθέμενον εἰς τὸ ὀψώ.