τοῦμπος 16 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Τοῦμπος /ὁ/ (τύμβος, Ἰ. tubo) = σωλήν, ἀνταυγαστήρ, ἀμπαζοὺρ λάμπας.