Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκάπετο

Σκάπετο /τὸ/ (σκάπετος, Ἰ. scappare) = χῶρος κρυπτόμενος ὄπισθεν ὑψώματος ἢ ἐμποδίου, τόπος ἀφανὴς διαφεύγων τὴν ἀπευθείας θέαν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.